νέοικος

νέοικος
νέ-οικος, neu augebaut

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νέοικος — νέοικος, ον (Α) 1. αυτός που απέκτησε κατοικία πρόσφατα, ο νέος κάτοικος ή ο νέος πολίτης 2. αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος («καὶ ὅν πατέρ Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + οἶκος] …   Dictionary of Greek

  • νέοικος — νέοι masc/fem nom sg νέοικος newly housed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέοικον — νέοι masc/fem acc sg νέοι neut nom/voc/acc sg νέοικος newly housed masc/fem acc sg νέοικος newly housed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”